ὡμολόγησα

ὡμολόγησα
ὁμολογέω
to be
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὡμολόγησ' — ὡμολόγησα , ὁμολογέω to be aor ind act 1st sg ὡμολόγησο , ὁμολογέω to be plup ind mp 2nd sg ὡμολόγησο , ὁμολογέω to be perf imperat mp 2nd sg ὡμολόγησε , ὁμολογέω to be aor ind act 3rd sg ὡμολόγησαι , ὁμολογέω to be perf ind mp 2nd sg ὡμολόγησο …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομολογώ — και μολογώ και μολογάω (ΑΜ ὁμολογῶ, έω) [ομόλογος] 1. αναγνωρίζω ρητώς κάτι που έκανα ή είπα, παραδέχομαι, αποδέχομαι («τα επιχειρήματα τόν έκαναν να ομολογήσει την ενοχή του») 2. (συν. ως τριτοπρόσ.) ομολογείται θεωρείται γενικά παραδεκτό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”